Οτράντο

Οτράντο
(Otranto). Κωμόπολη της Ιταλίας, στον νομό Λέτσε της Απουλίας (4000 κάτ.). Βρίσκεται κοντά στον ομώνυμο πορθμό. Η περιοχή του Ο. παράγει λάδι και λαχανικά. Εκτός από τη γεωργία, οι κάτοικοι της ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την αλιεία. To O. διαθέτει μικρό λιμάνι, που άλλοτε ήταν κέντρο των συγκοινωνιών με την ελληνική και αλβανική ακτή, αλλά το αντικατέστησε τώρα το Μπρίντιζι. Η κωμόπολη έχει ωραίο μητροπολιτικό ναό του 12ου αι. και διάφορες αρχαιότητες, ανάμεσα στις οποίες κολόνες του ναού της Αθηνάς, τον βυζαντινό ναό του Αγίου Πέτρου, έργο του 8ου αι., τον ναό της Σάντα Μαρία ντε Μαρτίρι και ένα φρούριο του 15ου αι., που κατασκευάστηκε από τον Αλφόνσο της Αραγονίας και συμπληρώθηκε αργότερα από τον Κάρολο A’ της Ισπανίας και τον Κάρολο E’ της Γερμανίας. Το O. χτίστηκε από τους Έλληνες και στην αρχαιότητα ονομαζόταν Υδρούς. Η πόλη είχε αποκτήσει μεγάλη σπουδαιότητα, λέγεται μάλιστα ότι ο Πύρρος είχε σχεδιάσει τη σύνδεση της με γέφυρα, με την απέναντι ελληνική παραλία. Το 1480 λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι κατασφάξανε πάνω από 1.500 κατ. και τους υπόλοιπους τους οδήγησαν στην αιχμαλωσία. Από τότε, και εξαιτίας του ανθυγιεινού κλίματος της περιοχής, το Ο. έχασε την εμπορική και ναυτική του σημασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αδριατική θάλασσα — Θαλάσσιο τμήμα (περ. 132.000 τ. χλμ.) της Μεσογείου μεταξύ της Ιταλικής χερσονήσου στα Δ και της Βαλκανικής χερσονήσου στα Α. Βρέχει την Ιταλία, τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία και καταλαμβάνει την κοιλότητα μεταξύ δύο… …   Dictionary of Greek

  • Αχμέτ Γκεντίκ πασάς — (15ος αι.).Οθωμανός στρατιωτικός, μέγας βεζίρης του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή (1470 1474). Ήταν αλβανικής καταγωγής και ανήκε στους γενίτσαρους. Είχε πολλές επιτυχίες στις στρατιωτικές αποστολές του (υποταγή της Κιλικίας και Καραμανίας, αποβίβαση και …   Dictionary of Greek

  • Βαλεντίνος — I (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Γνωστικός από την Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Τις θεωρίες του γνωρίζουμε από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από… …   Dictionary of Greek

  • βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλπολ, Χόρας, 4ος κόμης του Όρφορντ — (Horace Walpole, 4th earl of Orford, Λονδίνο 1717 – 1797). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στο Ίτον και στο Κέιμπριτζ και πραγαματοποίησε τον μεγάλο γύρο της Ευρώπης με τον ποιητή Τόμας Γκρέι. Από το 1741 έως το 1768 υπήρξε μέλος της βρετανικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιόνιο πέλαγος — Τμήμα της Μεσογείου που ορίζεται στα Β από τη νότια Ιταλία, στα Α από την Αλβανία και την Ελλάδα, στα Δ από την ανατολική ακτή της Σικελίας και τη χερσόνησο της Καλαβρίας· στα Ν το όριό του δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ακριβώς. Με τον πορθμό… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Λογγοβαρδία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ιταλικής χερσονήσου, ένα από τα έντεκα θέματα (διοικητικές διαιρέσεις) του βυζαντινού κράτους, το οποίο βρισκόταν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Δημιουργήθηκε στα τέλη του 9ου αι. από τον Βασίλειο A’ τον Μακεδόνα, όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”